κατωμιστής

κατωμιστής
κατωμιστής
throwing the rider over the shoulders
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατωμιστής — κατωμιστής, ὁ (Α) ίππος που ρίχνει από τη ράχη του τον αναβάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὠμ ιστής «μεταφορέας» (< ὠμίζομαι «μεταφέρω στους ώμους»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”